ρωσομάθεια

ρωσομάθεια
η, Ν
η γνώση τής ρωσικής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + -μάθεια (< -μαθής < μάθος (το), «μάθηση, γνώση»), πρβλ. γαλλο-μάθεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”